«Φίλαθλος», 3-3-1997
Ξέρω ότι για σήμερα είχα δεσμευθή να μιλήσω για τους ποδοσφαιριστές του ΟΣΦΠ. Μου παρατηρήθηκε, όμως, ότι θα ήταν πιο ορθό να γίνη αυτό, αφού τους δω σε έναν ακόμα αγώνα πρωταθλήματος, με το επιχείρημα ότι ίσως η ΑΕΚ έχει ακριβώς το ΣΤΥΛ εκείνο, που βγάζει στην επιφάνεια ΜΟΝΟ ΤΑ ΚΑΚΑ μιας ομάδας σαν τον ΟΣΦΠ και καθόλου τα ΟΠΟΙΑ καλά της. Τέλος πάντων, αποφάσισα να αναβάλω λίγο ακόμα το να βγάλω προς τα έξω τις απόψεις μου πάνω στο θέμα. Αυτό ΔΕΝ σημαίνει ότι ΔΕΝ με θεωρώ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟ να το κάνω.
Για σήμερα και αύριο, λοιπόν, ένοιωσα για μία ακόμα φορά την ανάγκη να γράψω ένα ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. (Βρε τι είναι τούτο, που έχω πάθει τώρα τελευταία!).
Γνωριζόμαστε 15 χρόνια μέσα από το «ΦΙΛΑΘΛΟ» και για ΕΛΑΧΙΣΤΑ μόνο από τα χόμπυ και τα ενδιαφέροντά μου σας έχω μιλήσει ως τώρα. Να, ας πούμε, για τα σκυλιά έτυχε μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο να πούμε δύο κουβέντες, (θα επανέλθουμε, όμως, γιατί υπήρξε ανταπόκριση και μάλιστα απροσδόκητα μεγάλη!).
Σήμερα, λοιπόν, θα σας πω λίγα πράγματα για το πιο ΣΤΑΘΕΡΟ ΣΕ ΔΙΑΡΚΕΙΑ χόμπυ της ζωής μου. Είναι η πρώτη φορά, που μιλάμε γι' αυτό, όλα αυτά τα χρόνια. (Αν ΑΥΤΟ δεν είναι τυπική μανιάτικη εσωστρέφεια και κρυψίνοια, δεν ξέρω τι είναι!). Το χόμπυ αυτό είναι τα ΟΠΛΑ.
Όλα τα όπλα με ενδιαφέρουν. Είναι κάτι, που πρέπει να υπήρχε στο γάλα της μάνας μου! Δεν θυμάμαι εποχή της ζωής μου, που να μην με γοήτευε και να μην με ΜΑΓΕΥΕ η έννοια «όπλο». Σαν παιδί του πολέμου και της κατοχής, διδάχθηκα να έχω ΤΥΨΕΙΣ γι' αυτό. Ποτέ, όμως, οι όποιες τύψεις δεν κατάφεραν να με κάνουν να μισήσω το ΑΨΥΧΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ για τα εγκλήματα εκείνου, που το κρατούσε. Τα παιδικά μου μάτια είδαν πολλούς σκοτωμούς, ΕΚΕΙΝΑ τα άγρια χρόνια. Στους ανθρώπους καταλόγισα ΠΟΛΛΑ. Στα όπλα, ΤΙΠΟΤΑ. Ίσως είναι ο τρόπος, που μεγάλωσα. Στο σπίτι μου πάντα υπήρχαν όπλα. Τους κανόνες ασφαλείας τους έμαθα ΠΡΙΝ μάθω να τρώω με πηρούνι. ΟΛΗ μου η σχέση με τα όπλα βασίσθηκε στη ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥΣ, ακόμα και σε βαθμό «ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑΣ». Όποιος δεν μπορεί να δη έτσι ΑΚΡΑΙΑ το θέμα «ΑΣΦΑΛΕΙΑ» με τα όπλα, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να μπάση όπλο στο σπίτι του ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!
ΟΛΑ, λοιπόν, τα όπλα με ενδιαφέρουν, όχι, όμως, στον ΙΔΙΟ βαθμό. Στην κορυφή του ενδιαφέροντός μου βρίσκονται τα υψηλής ποιότητας ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ όπλα, είτε λειόκαννα, είτε ραβδωτά. Το χόμπυ αυτό, για λόγους πρακτικούς, δεν μπορούσα να το καλλιεργήσω στην Ελλάδα. Το έκανα, λοιπόν, στην Αγγλία, σε εποχές, που οι δουλειές μου με ανάγκαζαν να περνάω εκεί μήνες και χρόνια.
Θυμάμαι το πρώτο υψηλής ποιότητας όπλο, που αγόρασα. Πάει ένα τέταρτο του αιώνα (σχεδόν) από τότε. Όλη τη ζωή μου ονειρευόμουν να αποκτήσω ένα δίκαννο με κάποιο από τα θρυλικά εγγλέζικα ονόματα: Purdey, Holland and Holland, Boss, Manton, Woodward, Westley Richards, Evans, Churchill κλπ. To βαλάντιό μου, όμως, αδυνατούσε να τα προσεγγίση. Το πιο φθηνό έκανε όσο ένα αυτοκίνητο μέσης κατηγορίας. Μολαταύτα, τα βήματα μου όλο με τραβούσαν κατά 13 Bruton St. μεριά (κοντά στο Berkeley Sq.) όπου είχε τότε το κατάστημα και τα γραφεία της η Holland and Holland. Κάποιο απόγευμα, ενώ είχα πια ξεροσταλιάσει στη βιτρίνα, με έμπασε μέσα η... γυναίκα μου, ΣΠΡΩΧΝΟΝΤΑΣ. «Τί έπαθες;» μου κάνει. «Το κοίταγμα είναι τζάμπα!».
Ήξερα που έμπαινα. Δεν ήμουν «τουρίστας», ούτε αμερικανάκι. Οι έννοιες και οι παραστάσεις, μου ήταν οικείες μετά από μια ζωή διάβασμα για τα όπλα. Κι όμως, κι όμως. Γι' αυτό, που ένοιωσα, ΔΕΝ ήμουν προετοιμασμένος. Ένοιωσα πως έμπαινα σε ένα ΝΑΟ! Στα άδυτα των αδύτων ενός άλλου πολιτισμού! Και τελικά, τώρα, που το σκέφτομαι, ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ήταν. Ευτύχησα να γνωρίσω ένα από τα τελευταία γνήσια κομμάτια αυτού, που η ιστορία είπε «Βρεταννική Αυτοκρατορία». Το ότι το πρόλαβα «ζωντανό», εγώ το θεωρώ ως μια από τις εμπειρίες της ζωής μου. Πήρα μια γεύση και μια μυρωδιά μιας σύγχρονης «αυτοκρατορικής Ρώμης», έστω και στην τελευταία της ώρα. Κυριολεκτώ με τη λέξη «μυρωδιά». Αυτή ήταν το πρώτο πράγμα, που με «χτύπησε». Ένα κατασταλαγμένο, κάπως «βουβό», χαρμάνι από παληό, ακριβό δέρμα, βαρύτιμο ξύλο, γλυκό ταμπάκο πίπας, γυαλισμένο μπρούντζο, ατσάλι, ντουφεκόλαδο, και μέσα σε όλα, κάπως απροσδιόριστα, το σκονισμένο πνιγηρό άρωμα της πατίνας του χρόνου, η ανησυχητική πικράδα του κορδίτη, του παληού άκαπνου μπαρουτιού, με το οποίο γέμιζε κατά παράδοση η Kynoch τα περίφημα φυσίγγια της.
Ο χώρος ήταν σκοτεινός, στενόμακρος, όχι ιδιαίτερα μεγάλος. Τα πάντα έμοιαζαν παληά, δερμάτινα έπιπλα, δρύινες βιτρίνες με εκατοντάδες όπλα. Μερικά καινούργια. Και ασήμαντα. Τα πιο πολλά, παληά και σημαντικά. Ένα από τα πρώτα που σταμάτησαν το βλέμμα μου, ένα. 275 Rigby, έγραφε σε μια τσαλακωμένη ετικέτα: «ΜΕ αυτό το όπλο, ο William «Karamojo» Bell κυνήγησε τον χιλιοστό του ελέφαντα στην περιοχή των βορείων συνόρων (NFD) της Κένυα». Μου προκάλεσε ταραχή αυτό το όπλο. Το «ήξερα» από μικρός. Ένα ασήμαντο τουφεκάκι, ουσιαστικά ένα Μάουζερ των 7 χιλιοστών, κατασκευασμένο όμως με μεγάλη προσοχή από τον ίδιο τον θρυλικό Jonh Rigby. ME αυτό, και ΧΩΡΙΣ υποστήριξη από όπλο μεγαλύτερου διαμετρήματος, ο μεγαλύτερος επαγγελματίας κυνηγός της αφρικανικής ιστορίας, ο «Karamojo» Bell, δολοφόνησε πάνω από 1.000 ελέφαντες στη χώρα των Τουρκάνα και των Καραμοτζονγκ, στις αρχές του αιώνα, συγκεντρώνοντας μια περιουσία σε ελεφαντόδοντο. Δίπλα στο μικρό τουφέκι με κινητό ουραίο του Bell, υπήρχε ένα πελώριο ραβδωτό δίκαννο, διαμετρήματος. 470, που ανήκε, λέει στον Jonh «Pondoro» Taylor, άλλο θρυλικό κυνηγό της Αφρικής.
«Κατάλαβα!» σκέφθηκα. Και ξαφνικά πρόσεξα ότι δίπλα μου στεκόταν διακριτικά ένας πωλητής, ντυμένος με σμόκιν, όπως όλοι. Δεν είχα ακούσει το βήμα του στο παχύ χαλί. Μου μίλησε χαμηλόφωνα -όπως όλοι εκεί μέσα- και με τους τύπους της βικτωριανής ομιλίας: «Μήπως ο κύριος θα επιθυμούσε να περιεργασθή κάποιο όπλο;».
Ωραία, σκέφθηκα! Ο «κύριος» είμαι... εγώ! Και θα μου δώση να περιεργασθώ ένα όπλο. Και μετά θα μου πη «δέκα λίρες το άγγιγμα. Άλλες δέκα αν θες να τραβήξης τη σκανδάλη».
Του εξήγησα ότι αγαπώ τους ελέφαντες και δεν προτίθεμαι ΠΟΤΕ να αγοράσω ένα όπλο κατάλληλο για το κυνήγι τους.
«Ναι» μου είπε, «αλλά σας αρέσουν τα όπλα». «Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησα. «Φαίνεται», μου αποκρίθηκε.
Ασχολήθηκε μαζί μου σχεδόν 2 ώρες, ενώ του εξήγησα από την αρχή ότι αποκλείεται να αγοράσω οτιδήποτε. Με άφησε να «παίξω» δέκα λεπτά με ένα όπλο αξίας όσο δύο πολυκατοικίες. Και μου είπε απλά «Χαίρομαι να δείχνω ωραία πράγματα σε ανθρώπους που τα εκτιμούν. ΔΕΝ είναι κόπος. Κάνω αυτή τη δουλειά γιατί την αγαπώ». Ήταν ένα λεπτό παιδί με ευγενική φυσιογνωμία, τρόπους «πριγκηπικούς» και προφορά αριστοκράτη από τις αποικίες. Ήταν πράγματι από την Κένυα. Τον είχε διώξει το «ουχούρου» του Τζόμο Κενυάττα, μαζί με τους περισσότερους Εγγλέζους. Ένοιωσα τον ΠΟΝΟ του, τη νοσταλγία για τον κόσμο, που άφησε πίσω του, έναν κόσμο έξω από κάθε σύγκριση. Μου πέρασε το συναίσθημά του χωρίς να κάνη ούτε γκριμάτσες, χωρίς να αφήση υπαινιγμό. Γίναμε φίλοι.
Αύριο θα σας πω πως ο τυπάκος, Carey Keates το όνομά του, τελικά μας ΠΟΥΛΗΣΕ και όπλο...
Για σήμερα και αύριο, λοιπόν, ένοιωσα για μία ακόμα φορά την ανάγκη να γράψω ένα ΚΑΘΑΡΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. (Βρε τι είναι τούτο, που έχω πάθει τώρα τελευταία!).
Γνωριζόμαστε 15 χρόνια μέσα από το «ΦΙΛΑΘΛΟ» και για ΕΛΑΧΙΣΤΑ μόνο από τα χόμπυ και τα ενδιαφέροντά μου σας έχω μιλήσει ως τώρα. Να, ας πούμε, για τα σκυλιά έτυχε μόλις το περασμένο Σαββατοκύριακο να πούμε δύο κουβέντες, (θα επανέλθουμε, όμως, γιατί υπήρξε ανταπόκριση και μάλιστα απροσδόκητα μεγάλη!).
Σήμερα, λοιπόν, θα σας πω λίγα πράγματα για το πιο ΣΤΑΘΕΡΟ ΣΕ ΔΙΑΡΚΕΙΑ χόμπυ της ζωής μου. Είναι η πρώτη φορά, που μιλάμε γι' αυτό, όλα αυτά τα χρόνια. (Αν ΑΥΤΟ δεν είναι τυπική μανιάτικη εσωστρέφεια και κρυψίνοια, δεν ξέρω τι είναι!). Το χόμπυ αυτό είναι τα ΟΠΛΑ.
Όλα τα όπλα με ενδιαφέρουν. Είναι κάτι, που πρέπει να υπήρχε στο γάλα της μάνας μου! Δεν θυμάμαι εποχή της ζωής μου, που να μην με γοήτευε και να μην με ΜΑΓΕΥΕ η έννοια «όπλο». Σαν παιδί του πολέμου και της κατοχής, διδάχθηκα να έχω ΤΥΨΕΙΣ γι' αυτό. Ποτέ, όμως, οι όποιες τύψεις δεν κατάφεραν να με κάνουν να μισήσω το ΑΨΥΧΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ για τα εγκλήματα εκείνου, που το κρατούσε. Τα παιδικά μου μάτια είδαν πολλούς σκοτωμούς, ΕΚΕΙΝΑ τα άγρια χρόνια. Στους ανθρώπους καταλόγισα ΠΟΛΛΑ. Στα όπλα, ΤΙΠΟΤΑ. Ίσως είναι ο τρόπος, που μεγάλωσα. Στο σπίτι μου πάντα υπήρχαν όπλα. Τους κανόνες ασφαλείας τους έμαθα ΠΡΙΝ μάθω να τρώω με πηρούνι. ΟΛΗ μου η σχέση με τα όπλα βασίσθηκε στη ΣΧΟΛΑΣΤΙΚΗ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥΣ, ακόμα και σε βαθμό «ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑΣ». Όποιος δεν μπορεί να δη έτσι ΑΚΡΑΙΑ το θέμα «ΑΣΦΑΛΕΙΑ» με τα όπλα, ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να μπάση όπλο στο σπίτι του ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ!
ΟΛΑ, λοιπόν, τα όπλα με ενδιαφέρουν, όχι, όμως, στον ΙΔΙΟ βαθμό. Στην κορυφή του ενδιαφέροντός μου βρίσκονται τα υψηλής ποιότητας ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ όπλα, είτε λειόκαννα, είτε ραβδωτά. Το χόμπυ αυτό, για λόγους πρακτικούς, δεν μπορούσα να το καλλιεργήσω στην Ελλάδα. Το έκανα, λοιπόν, στην Αγγλία, σε εποχές, που οι δουλειές μου με ανάγκαζαν να περνάω εκεί μήνες και χρόνια.
Θυμάμαι το πρώτο υψηλής ποιότητας όπλο, που αγόρασα. Πάει ένα τέταρτο του αιώνα (σχεδόν) από τότε. Όλη τη ζωή μου ονειρευόμουν να αποκτήσω ένα δίκαννο με κάποιο από τα θρυλικά εγγλέζικα ονόματα: Purdey, Holland and Holland, Boss, Manton, Woodward, Westley Richards, Evans, Churchill κλπ. To βαλάντιό μου, όμως, αδυνατούσε να τα προσεγγίση. Το πιο φθηνό έκανε όσο ένα αυτοκίνητο μέσης κατηγορίας. Μολαταύτα, τα βήματα μου όλο με τραβούσαν κατά 13 Bruton St. μεριά (κοντά στο Berkeley Sq.) όπου είχε τότε το κατάστημα και τα γραφεία της η Holland and Holland. Κάποιο απόγευμα, ενώ είχα πια ξεροσταλιάσει στη βιτρίνα, με έμπασε μέσα η... γυναίκα μου, ΣΠΡΩΧΝΟΝΤΑΣ. «Τί έπαθες;» μου κάνει. «Το κοίταγμα είναι τζάμπα!».
Ήξερα που έμπαινα. Δεν ήμουν «τουρίστας», ούτε αμερικανάκι. Οι έννοιες και οι παραστάσεις, μου ήταν οικείες μετά από μια ζωή διάβασμα για τα όπλα. Κι όμως, κι όμως. Γι' αυτό, που ένοιωσα, ΔΕΝ ήμουν προετοιμασμένος. Ένοιωσα πως έμπαινα σε ένα ΝΑΟ! Στα άδυτα των αδύτων ενός άλλου πολιτισμού! Και τελικά, τώρα, που το σκέφτομαι, ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ ήταν. Ευτύχησα να γνωρίσω ένα από τα τελευταία γνήσια κομμάτια αυτού, που η ιστορία είπε «Βρεταννική Αυτοκρατορία». Το ότι το πρόλαβα «ζωντανό», εγώ το θεωρώ ως μια από τις εμπειρίες της ζωής μου. Πήρα μια γεύση και μια μυρωδιά μιας σύγχρονης «αυτοκρατορικής Ρώμης», έστω και στην τελευταία της ώρα. Κυριολεκτώ με τη λέξη «μυρωδιά». Αυτή ήταν το πρώτο πράγμα, που με «χτύπησε». Ένα κατασταλαγμένο, κάπως «βουβό», χαρμάνι από παληό, ακριβό δέρμα, βαρύτιμο ξύλο, γλυκό ταμπάκο πίπας, γυαλισμένο μπρούντζο, ατσάλι, ντουφεκόλαδο, και μέσα σε όλα, κάπως απροσδιόριστα, το σκονισμένο πνιγηρό άρωμα της πατίνας του χρόνου, η ανησυχητική πικράδα του κορδίτη, του παληού άκαπνου μπαρουτιού, με το οποίο γέμιζε κατά παράδοση η Kynoch τα περίφημα φυσίγγια της.
Ο χώρος ήταν σκοτεινός, στενόμακρος, όχι ιδιαίτερα μεγάλος. Τα πάντα έμοιαζαν παληά, δερμάτινα έπιπλα, δρύινες βιτρίνες με εκατοντάδες όπλα. Μερικά καινούργια. Και ασήμαντα. Τα πιο πολλά, παληά και σημαντικά. Ένα από τα πρώτα που σταμάτησαν το βλέμμα μου, ένα. 275 Rigby, έγραφε σε μια τσαλακωμένη ετικέτα: «ΜΕ αυτό το όπλο, ο William «Karamojo» Bell κυνήγησε τον χιλιοστό του ελέφαντα στην περιοχή των βορείων συνόρων (NFD) της Κένυα». Μου προκάλεσε ταραχή αυτό το όπλο. Το «ήξερα» από μικρός. Ένα ασήμαντο τουφεκάκι, ουσιαστικά ένα Μάουζερ των 7 χιλιοστών, κατασκευασμένο όμως με μεγάλη προσοχή από τον ίδιο τον θρυλικό Jonh Rigby. ME αυτό, και ΧΩΡΙΣ υποστήριξη από όπλο μεγαλύτερου διαμετρήματος, ο μεγαλύτερος επαγγελματίας κυνηγός της αφρικανικής ιστορίας, ο «Karamojo» Bell, δολοφόνησε πάνω από 1.000 ελέφαντες στη χώρα των Τουρκάνα και των Καραμοτζονγκ, στις αρχές του αιώνα, συγκεντρώνοντας μια περιουσία σε ελεφαντόδοντο. Δίπλα στο μικρό τουφέκι με κινητό ουραίο του Bell, υπήρχε ένα πελώριο ραβδωτό δίκαννο, διαμετρήματος. 470, που ανήκε, λέει στον Jonh «Pondoro» Taylor, άλλο θρυλικό κυνηγό της Αφρικής.
«Κατάλαβα!» σκέφθηκα. Και ξαφνικά πρόσεξα ότι δίπλα μου στεκόταν διακριτικά ένας πωλητής, ντυμένος με σμόκιν, όπως όλοι. Δεν είχα ακούσει το βήμα του στο παχύ χαλί. Μου μίλησε χαμηλόφωνα -όπως όλοι εκεί μέσα- και με τους τύπους της βικτωριανής ομιλίας: «Μήπως ο κύριος θα επιθυμούσε να περιεργασθή κάποιο όπλο;».
Ωραία, σκέφθηκα! Ο «κύριος» είμαι... εγώ! Και θα μου δώση να περιεργασθώ ένα όπλο. Και μετά θα μου πη «δέκα λίρες το άγγιγμα. Άλλες δέκα αν θες να τραβήξης τη σκανδάλη».
Του εξήγησα ότι αγαπώ τους ελέφαντες και δεν προτίθεμαι ΠΟΤΕ να αγοράσω ένα όπλο κατάλληλο για το κυνήγι τους.
«Ναι» μου είπε, «αλλά σας αρέσουν τα όπλα». «Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησα. «Φαίνεται», μου αποκρίθηκε.
Ασχολήθηκε μαζί μου σχεδόν 2 ώρες, ενώ του εξήγησα από την αρχή ότι αποκλείεται να αγοράσω οτιδήποτε. Με άφησε να «παίξω» δέκα λεπτά με ένα όπλο αξίας όσο δύο πολυκατοικίες. Και μου είπε απλά «Χαίρομαι να δείχνω ωραία πράγματα σε ανθρώπους που τα εκτιμούν. ΔΕΝ είναι κόπος. Κάνω αυτή τη δουλειά γιατί την αγαπώ». Ήταν ένα λεπτό παιδί με ευγενική φυσιογνωμία, τρόπους «πριγκηπικούς» και προφορά αριστοκράτη από τις αποικίες. Ήταν πράγματι από την Κένυα. Τον είχε διώξει το «ουχούρου» του Τζόμο Κενυάττα, μαζί με τους περισσότερους Εγγλέζους. Ένοιωσα τον ΠΟΝΟ του, τη νοσταλγία για τον κόσμο, που άφησε πίσω του, έναν κόσμο έξω από κάθε σύγκριση. Μου πέρασε το συναίσθημά του χωρίς να κάνη ούτε γκριμάτσες, χωρίς να αφήση υπαινιγμό. Γίναμε φίλοι.
Αύριο θα σας πω πως ο τυπάκος, Carey Keates το όνομά του, τελικά μας ΠΟΥΛΗΣΕ και όπλο...
Διαβάστε επίσης την συνέντευξη του Ηλία Μπαζίνα στο περιοδικό «Κυνηγεσία και κυνοφιλία»: «Ο σκεπτόμενος κυνηγός είναι ένας ιδιαίτερα ώριμος άνθρωπος».
ΑπάντησηΔιαγραφή